- διαστίκτης
- δια-στίκτης, ου, ὁ,A one who punctuates, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαστίκτης — διαστίκτης, ο (Α) αυτός που τοποθετεί τα σημεία στίξεως … Dictionary of Greek